- καύστρας
- καύστρᾱς , καῦστραplace where corpses were burntfem acc plκαύστρᾱς , καῦστραplace where corpses were burntfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καύστρα — καύστρα, ἡ (ΑΜ) [καίω] μσν. αυτή που καίει αρχ. τόπος όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῡ περίβολος», Στράβ.) … Dictionary of Greek